ΝΙΚΗ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ

ΝΙΚΗ

ΝΙΚΗ2

 

Η Νίκη Χαλκιαδάκη γεννήθηκε το 1980 στα Τρίκαλα, με καταγωγή από την Κρήτη. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με κατεύθυνση γλωσσολογία. Στη συνέχεια παρακολούθησε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργικής Γραφής» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έχουν μελοποιηθεί (από το μουσικό συγκρότημα «khaki naive» του Αμβούργου) και έχουν αποσπάσει διακρίσεις.

Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
(2012) Ανάσκελη με πυρετό, (Μανδραγόρας)
(2009) O έρωτας του Pied de Coq, (Λογείον)

 

 

1-ΑΝΑΣΚΕΛΗο ερωτας του pied de coq

 

 

ανάσκελη με πυρετό (2012)

 

Λαθρεπιβάτης ποδηλάτου

-κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια
χωρίς εσένα σπάω το φράγμα της ενηλικίωσης
γερνάω, μηδενίζω
γίνομαι ωάριο έφηβης γαλανομάτας
σπέρμα ανειδίκευτου αρσενικού
bing bang
χτυπώ το κουδούνι… στην άκρη όλοι
βγάζω φρονιμίτες, έρχομαι να στο πω

σε βλέπω από μακριά να τινάζεις τα πέτα απ’ το χώμα
χαμογελάς, σωπαίνω

ανάβω κηρήθρες θλιμμένων μελισσών
τις μπήγω στο ύψος των ματιών σου
τις ποτίζω χρόνια, γίνονται φασολιές
ριζώνουν σε αμυντικές στάσεις εμβρύου
γιατί δεν ψηλώνουν Τζακ;

Πέρασε η ώρα και η μαμά θ’ ανησυχεί

οι αποχωρισμοί μας δεν έχουν συγκινήσεις
έχουν την οδύνη των πράσινων κυπαρισσιών

κάνω να φύγω… μα κάτι ήθελα να σου πω…
-κοίτα μπαμπά! χωρίς βοηθητικές, χωρίς χέρια

 

 

πι πι το παπί

Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ
έμοιαζε, λένε, αποδημητικός
η μάνα μου από αριστοκρατική οικογένεια
δεν «ήτο ηθικόν» να κλωσάει μπάσταρδα

μεγάλωσα σε ράμφος πελαργού
χωρίς παραλήπτη
κατέληξα σε αναμορφωτήριο πτηνών

μου έμπηγαν στον κόκκυγα φτερά παγωνιού
μου μάθαιναν να κλίνω: η γλαυξ, της γλαυκός
ανεπίδεκτη υιοθεσίας
ανάξια κλουβιού
στολίζω σήμερα σύρματα
ηλεκτροφόρα
μαδώ τα πούπουλά μου
γεμίζω μαξιλάρια βεράντας
ζευγαρώνω με παπαγάλους Σενεγάλης
γεννάω τηγανητά αυγά
τη βγάζω με ψίχουλα περαστικών [κουλούρια – σταφιδόψωμα]

μα κάθε μέρα σχεδόν περνώ και από ’κείνον τον παραμυθά
που επιμένει να πιστεύει ότι θα γίνω κύκνος

 

 

Η αγαπημένη

Δεν ήμουν ποτέ

[μια κοπέλα στον δεύτερο όροφο
μ’ ένα χρυσόψαρο
για να φροντίζει
-έστω-
αυτό είμαι
μια κοπέλα στον δεύτερο όροφο
θα πουν ότι εκείνο το βράδυ
ξάπλωσε αθόρυβα
γιατί δεν ήθελε να ξυπνήσει
το λευκό πουκάμισο
που κοιμόταν δίπλα της
το άδειο, το βαμβακερό
χάιδεψε τις μανσέτες του
φαντάστηκε από ‘κει
να ξεκινούν οι καρποί σου
στους μηρούς της έκλεισε
το περίγραμμα σου
μέτρησε μια τελευταία φορά
τα μικρά του κουμπιά
και πέθανε
γιατί
δεν ήταν ποτέ]

 

 

catwoman

Περιμένω να γυρίσεις σπίτι, να βγάλεις τα ρούχα
-Θεέ μου πώς περιμένω να βγάλεις τα ρούχα-

τα πόδια σου αγαπώ
τις κνήμες
ό,τι σε πάει και σ’ επιστρέφει

Μ’ ένα σου νεύμα ν’ ανέβω στο κρεβάτι
να γίνω ολόκληρη κατοικίδια ηδονή

 

 

Νανούρισμα

Τα όνειρα δεν κοιμούνται πια στα κρεβάτια τους
Παίρνουν τις πάνινες κούκλες και φτάνουν στο Προσκεφάλι
Πιπιλίζουν τους αντίχειρες που φυλάω στο πρώτο συρτάρι
Είμαι ανήλικη. Δίποδη. Δυστυχώς
Δε νυστάζω
ΠΙΑΝΩ ΟΣΟ ΧΩΡΟ ΜΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΚΑΙ ΖΩ ΑΝΑΣΚΕΛΗ
Suck my finger

 

 

Ιχνηλάτης

Οι νοικοκυρές ανοίγουν τα παράθυρα πριν ξημερώσει
Τινάζουν απ’ τις κουβέρτες τη μυρωδιά των σωμάτων
Σαπουνίζουν τ’ αποτυπώματα των χειλιών απ’ τα φλιτζάνια
Εξαφανίζουν τις δαχτυλιές, τα ψίχουλα
τα τσαλακωμένα χαρτάκια
Και μένα που δεν μου έμεινε παρά μόνο
ένα πάτωμα ή ένα ταβάνι γεμάτο σκόνη
αρνούμαι την ηλεκτρική μου σκούπα
που ρούφηξε όλη μου τη μνήμη
και ξεκουράζεται σαν φίδι
κάτω απ’ το κρεβάτι 

 

 

Συγγένειες

Χιλιάδες νεκροί στο σαλόνι
περιμένουν να ξυπνήσω.

Μοιάζουν με τον Πατέρα.
Έχουν δερμάτινα χέρια.
Λευκό κρανίο.
[Ξέρουν πως καπνίζω]
Καμαρώνουν το πρώτο μου δόντι.
Τα υπόλοιπα τα σφίγγω
μην πέσουν απ’ το στόμα.
Τα σφίγγω
μην κλάψει η μάνα μου
που ερμηνεύει τα όνειρα.

Δεν τους βλέπεις μαμά;
Είναι Χιλιάδες

 

 

1984

Κρύβομαι κάτω απ’ το κρεβάτι
Είμαι τεσσάρων
Χωρίς κυνόδοντες
Με άσπρο δέρμα/Μνήμη από βούτυρο
Μαδάω τ’ όνομά μου
Δεν είμαι σίγουρη αν μ’ αρέσει
[μ’ αρέσει
δεν μ’ αρέσει
μ’ αρέσει
δεν μ’ αρέσει]
ο μπαμπάς είχε τα μάτια μου
και η μαμά ήταν σίγουρα κορίτσι
-βγαίνει απ’ τους τοίχους όταν πεινάω-
Δεν με ψάχνει κανείς πια
Είμαι ακόμη τεσσάρων και κάτι
Σ’ αυτό το σπίτι
το χτισμένο από τσιμέντο και θάνατο
υπάρχει μόνο ένα κρεβάτι
για να μπορώ
να κρύβομαι
από
κάτω

 

 

Αρχές Ιουνίου [του θεριστή]

Γυμνή τριγυρίζω απ’ το νεροχύτη στο ντους
Γυμνή κάθομαι στην παλιό πολυθρόνα
που αγνόησες φεύγοντας
Και ’κείνη πιστή, βελούδινη
-όπως πάντα-
Έπαψε να είναι έπιπλο
Είναι η μάνα μου, ο πνευματικός μου
Το παιδί που δεν γέννησα ποτέ
-γιατί δεν ήσουν έτοιμος—

Μας καταδίκασες σε στείρα φθορά ανάμνησης
Αγκαλιαζόμαστε συχνά
Όταν μας λείπεις

Έχει χρόνια που ακούω τα σωθικά της να βογκούν

Χτες φώναξα το γιατρό

Είπε πως σαπίζει από μέσα
-είναι σκληρό να σαπίζεις από μέσα-

Άχρηστα ελατήρια και ωοθήκες γεμάτες σκουριά
σαν μια χούφτα με καρπούς
ξηρούς/νεκρούς
στολίζουν πια το σαλόνι
Τους βουτώ στη φορμόλη
Τους μασώ, Τους κατεβάζω με μια γουλιά κονιάκ
καθώς σου γράφω μια τελευταία της επιθυμία

Έλα/ Θα λείπω [τ’ ορκίζομαι]
Δυο μήνες ζωής έχει και είναι ήδη Αύγουστος

 

 

Τα βράδια βρέχω το κρεβάτι μου. κίτρινη θαλπωρή

η μαμά με πιάνει από το αυτί, με προορίζει για το εικόνισμα
είμαι κακό παιδί, τσιμπάω την αδελφή μου
τρώω δυο χαστούκια, ακολουθεί τελετή
προηγείται η απομάκρυνση των καρδιοπαθών. του θείου βρέφους
έξω ο μπαμπάς, έξω ο χριστός
γυναικεία υπόθεση η τιμωρία, κλείνουμε το σκατόπαιδο στο υπόγειο
γίνομαι ποντίκι, κατσαρίδα
στον πάνω κόσμο ζει η μαμά, πιο πάνω η μαντόνα
ακούω τα τακούνια της μιας, τη θλίψη της άλλης
ας έρθει μία από τις δυο. ας με πάρει αγκαλιά
να είμαι φασκιωμένη, ταϊσμένη από βυζί
στα πόδια μας να έρχονται οι άνθρωποι, να παραδέχονται τα Λάθη τους.

 

 

 

Ο Έρωτας του Pied de Coq, (2009)

 

αναρριχώμενο, απαγορευμένο

Ήμουν εσύ, και εσύ ήσουν πάλι εσύ
Μου έλειψα σήμερα
Να είμαι εγώ αυθυποβλήθηκα
Μάζωξα σε μια ύστατη αγκαλιά φωτογραφίες
Κατέβηκα στον κήπο και τις έθαψα

Και αυτές με τις πρώτες πόζες φύτρωσαν
Φύτρωσαν αναμνήσεις
Ήθελαν ποιητικά να με καταβροχθίσουν
Ήθελα να σαπίσουν στον παροξυσμό τους
Και αυτές νόθες φύτρες ξεπήδηξαν χρόνια μετά

—Ό,τι πιο λατρεμένο το ’χω θάψει
Και ό,τι θάβω φυτρώνει πιο λατρεμένο
Και διατηρεί το σχήμα μιας θλίψης
Όχι τη θλίψη
Απλά το σχήμα της—

Βύζαιναν το μαζοχιστικό μου ποτιστήρι
Ψήλωναν, θέριευαν, μ’ έζωναν
Και μ’ έπνιξαν συναινετικά
Δεν έκλαψα μπροστά μου
Άχνα, τσιμουδιά

Είμαι μεγάλο κορίτσι
Όχι δεν είμαι μεγάλο κορίτσι
Είμαι εσύ, και εσύ δεν κλαις
Εσύ είμαι άντρας
Μου λείπεις

 

 

π ρ ω θ ύ σ τ ε ρ ο

Μην κλαις γι’ αυτά που πέρασες
αλλά γι’ αυτά που δεν σε βρήκαν
αυτά που γεύση δεν πήρανε γλυκιά ή πικρή
τα χείλη σου να βρέξουν
την ψυχή να σιροπιάσουν

Να λαχταράς όσα δεν δοκίμασες
όσα αρνήθηκες
και όσα προσκύνησες να μην σου τύχουν
όσα με δάκρυα ξόρκισες να μην σε βρουν
σ’ όσα δείλιασες
και όσα καίγοντας τα κορδόνια σου
τα κλώτσησες στον Καιάδα του Ρίο ντι Τζανέιρο

Φοβόσουν το σάλτο
μα εκεί είναι που τώρα είσαι σίγουρος
πως θα ‘βγαζες φτερά
τώρα φοβάσαι
πως σ’ άκρη ξανά δεν θα βρεθείς
απόφαση να πάρεις
ας ήξερες πως μπορεί να τσακιστείς
και ας είχες υπογράψει στο συμβόλαιο της ζωής
πως θα έκανες γκελ στον ιστό του παρελθόντος σου

Η μετριότητα της ύπαρξής σου σε ανησυχεί
πιο πολύ από την ίδια σου τη ζήση
και δικαίως τρέχεις για να την τιμήσεις
Βιάζεσαι όμως και ας είναι αυτό μεμπτό
τα βράδια του απολογισμού σου νιώθεις
πως αυξάνονται πιότερο
απ’ τις μέρες δημιουργίας που σου λαχαίνουν
τραβάς λαχνό και απλά καθρεφτίζεσαι

Λένε πως η βιάση είναι των ανθρώπων που ζουν λίγο
και αναθεματίζεις τον Μαθουσάλα
που καταράστηκε τις γενετικές σου οδηγίες χρήσεις

Εκεί που νιώθεις πως αγγίζεις την κορυφή
εκεί ματώνουν τα γόνατά σου απ’ το μπουσούλημα
Εκεί που έτοιμος είσαι να φορέσεις το στέμμα
εκεί πονάνε οι κρόταφοι σου απ’ το αγκάθινο στεφάνι
που ‘χεις και καμαρώνεις
σ’ αυτό το κεφάλι που κουράστηκες να φοράς
Και τότε αποκαμωμένος θέλεις να βρίσεις
φωνήματα ιερά διαπερνούν χιλιόμετρα
βαφτίζονται ξυπνητήρια και χτυπούν
πριν ο τρίτος αλέκτωρ λαλήσει στον γόνιμο βράχο

Μην προκαλείς… έκανες τις επιλογές σου
με γεωμετρική πρόοδο έλαβες τις συνέπειές τους
Ζήσε ή πέθανε επιτέλους μ’ αυτές

 

 

αχερουσία λίμνη

Μαύρες οι σκέψεις μου δεν είναι
άσπρα θαρρώ φορά
αγνός, για λύτρωση φτιαγμένος
για αρχή μιλάει και όχι για τέλος
μονοπάτι εύκολο αλλά μοναχικό
θλίψη μου φέρνει δεν το αρνούμαι

Βήματα δειλά, σταθερά
λόγια δεν βγάζουν τα χείλη
σιωπή μιλά, λογία σοφά
νεύματα κάνει με σιγουριά
αβίαστα προσπερνά
όλες τις θλίψεις, τη συμφορά
το μίσος, το λάθος
και τα θνητά τα πρόστυχα
που έλεγχο κάνουν
που πόνο φέρνουν
και χρόνο παίρνουν
ρυτίδες φτιάχνουν
ρόζους στα χέρια
μ’ αίμα βάφουν
τη δόξα, το χρήμα
τη δούλεψη, το γήρας
……………………………….
και τον έρωτα, ναι και τον έρωτα

Τον είχα ξεχάσει, τον είχα αφήσει
—το πιο μάταιο από όλα—
το πιο πολυτελές

Και θράσος θα ‘χω
—γερή κληρονομιά—
θύμησες να ‘χω για συντροφιά

Μια αχτίδα και ένα κύμα σε παραλήρημα
μια βαθιά ανάσα απ’ τα ρουθούνια
και ένα δάκρυ καυτό ως το στέρνο
λίγα γέλια παιδιών και τη μάνα μου
τελευταίο κράτησα ένα φιλί
ένα φιλί εκείνου
το πιο μάταιο από όλα
το πιο οδυνηρό…
το πλέον απαραίτητο!

 

 

ΛΥΣΕ ΤΑ ΜΑΓΙΑ ΜΟΥ… ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ… 

Περνάει αλαζονικά μπροστά από την τραπεζαρία
απρόσκλητη ήρθε να μας διαλύσει
«σσσσσσσσς!» κάνει πίσω από την πλάτη του
συνωμοτικά της γνέφω και την τρέφω
… χωρίς αναπνοή δυο χρόνια ζω
μουγκή βουτιά· επίδειξη αρνησικυρίας
σιωπής μονάχα έχω ένσταση
«Για Σένα Το Κάνω»
θέλω να ουρλιάξω
καθώς εκείνος χαϊδεύει το ασθενικό μου χέρι
μα πνίγω την ανιδιοτελή μου φωνή
στην ιδιοτέλεια του άναρθρου έρωτά μου

[λαλιά να πιεις
λαλιά να καταπιείς
να μην μπορείς
κραυγή να βγάνε ΐς
να τρέχει ο χτύπος
να βιάζει η ώρα
και όλη η ζ ωή
στο στήθος θε να κομπιάσει
να μαζευτεί και να θρονιάσει
κ α τάΡ ας σ τ ε φάνι
γ ι α θάνα το η πλέξη
αν για δυο λο γάρ ι α σ ε
σαν να μην ήταν ένα
και έναν σκέφτηκε
σαν να ’ταν μόνος]

την η σχιζοφρενής μνηστεία
σταύρωσε τις σαγηνευτικές της απειλές
και κάθισε δίπλα του, στον καναπέ μας
…στέκω εμπρός σας
μίμος κακός των επιθυμιών μου
εγγαστρίμυθα ελπίζω μόνο σε σένα
να μ’ απαλλάξεις από τα εμμανή συμπλέγματα
από τις αυτεπάγγελτες νοσηρές ανασφάλειες
απόδειξε της πως μ αγαπάς, μόνο έτσι θα ξεκουμπιστεί
και έπειτα, στο υπόσχομαι
θα πάρω τα φάρμακά μου
διώξ’ τη… σου λέω! ακόμα με κοιτάει… 

 

 

ξέρξης

Εσύ που άλλοτε κολυμπούσες σε επικίνδυνες θάλασσες
Πνίγεσαι σε ένα ποτήρι κόκκινο στυφό κρασί
Εσύ που άλλοτε διαπερνούσες τις ομίχλες του κόσμου
Χάνεσαι στον καπνό ενός μόνο τσιγάρου
Εσύ που βαφτίστηκες στην Κασταλία την πληγή
Γέμισες πτέρνες Αχίλλειες, θνητές

Εσύ που λαβωνόσουν στις εσχατιές της Ιστορίας
Τώρα δεν έχεις δάχτυλα λάβαρα να σηκώσεις
Εσύ που απολύμανες το γένος από τους Εφιάλτες
Προδίδεις τα ιερά, τα όσια, τα μυστικά μας.
Εσύ που στις μάχες έπαιρνες θέση στην πρώτη τη γραμμή
Στρογγυλοκάθισες σε έναν θρόνο Ανυπολόγιστων καρατίων

Και ‘γω που τέντωνα τα βλέφαρά μου να σε δω
Που με ανακούφιζε ένα και μόνο χάδι
Που με θρυμμάτιζε σκέψη φτηνή
Σκύβω και απλώνω οίκτο

Πέρασε η ώρα και δεν ήρθες
Σε περίμενα…
Δεν φταις εσύ που σε περίμενα
Φταίω εγώ που δεν ήρθες

Πέρασαν τα χρόνια… δεν ήρθες
Σε περίμενα
Δεν φταις εσύ που δεν ήρθες
Φταίω εγώ που σε περίμενα

Τους δειλούς η μοίρα τους καταράστηκε
Ένα βήμα να κάνουν πίσω
Και χίλια να τους σπρώχνει χέρι ξένο

Και πόσα κουράγια να ‘χω;
Έπαψα πια…
Άνοιξα βήμα και έφυγα

ΔΙΠΟΛΙΚΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ

στο πατέρα μου

Εννιά χρυσά δάκρυα να σ αναστήσω
έξι κόκκινα φιλιά και ένα βλέμμα
μου χαμογέλασες, το είδα
—δεν είμαι τρελή! —
μου ’γνεψες και δείλιασα
χαμήλωσα τα μάτια
—ενοχικό το σύνδρομο—
Δεν μπορώ να σ’ ακολουθήσω
γιατί ακόμη σέρνομαι
… σαν φίδι στην κοιλιά μου
μόλις βγάλω φτερά
—γιατί θα βγάλω, τα νιώθω
να φυτρώνουν στα όνειρά μου—
θα ’σαι το πρώτο μου πέταγμα

Προς το παρόν δεν αναπνέω
βγάζω τους πνεύμονες μου
και κάνω λαθραία κουπί

Ήρθα μετά από χρόνια και ήσουν εκεί,
μακάρι να μην ήσουν εκεί
ξαναγύρισα στο ιερό σου κλουβί
γεμάτη ντροπή, ενοχές και φόβο
τα δάκρυα μου χοές στο χώμα
μουρμουρίζουν ανθρώπινες σαχλαμάρες
— μεταλαμβάνω και αποσύρομαι—
Κοιτώ ψηλά και δεν σε βλέπω
στήνω ξόβεργες για να σε πιάσω
τόσο μικρή για να σε καταλάβω
τόσο μεγάλη για να παίζω
Αν δεν ανέβω εγώ λίγο
αν δεν σκύψεις εσύ πολύ
Πώς θα σε ξαναβρώ;

Σε ποιο σταυρόλεξο θα σε συναντήσω
Σε δανεικό παράδεισο
βολεύομαι και αναπαύομαι…

Σαν χτες το τώρα, σαν ψέματα η ζωή μου
Σαν ξένος εσύ, σαν ζωντανή εγώ!

 

 

Βουλητικές προτάσεις

Να καβαλήσω ένα ταξιδιάρικο φύλλο,
ένα από τα πολλά των δέντρων,
ένα κιτρινωπό άλογο
και να πέσω στα μαλλιά τα στιλπνά.

Να γλιστρήσω σε μια λυγερή αχτίδα,
σε μια από τις ερωμένες του ηλίου,
σε μια πύρινη τσουλήθρα
και να ξεχυθώ στα μισόκλειστα τα μάτια.

Να βουλιάξω σε ένα θρασύ κύμα,
σε έναν από τους παραγιούς της θάλασσας,
σε ένα φλύαρο κελάρυσμα
και να πνίξω τα ματόκλαδα τα γυριστά.

Να γαντζωθώ σε ένα θλιμμένο ροδοπέταλο,
σε ένα από τα μαντζούνια της οσμής,
σε ένα μοσχομυριστό μυστικό
και να ποτίσω τα ρουθούνια τα πονηρά.

Να κρυφτώ σε μια γυάλινη σφαίρα,
σε μια από τις κόρες της βροχής,
σε μια υγρή στάλα
και να κυλήσω αργά στα ποθητά τα χείλια.

Να τρυπώσω σε ένα ζουμερό φρούτο,
σε ένα από τα δώρα της γης,
σε έναν λάγνο καρπό
και να γαργαλίσω τον ουρανίσκο τον ζωηρό.

Να παγιδευτώ σε ένα νόστιμο κοχύλι,
σε ένα από τα μυστικά του βυθού,
σε ένα ελεύθερο κελί
και να στολίσω τον ακριβό λαιμό.

Να ζέψω μια πλουμιστή πεταλούδα,
μια από τις παλλακίδες των λουλουδιών,
μια παιχνιδιάρα κυρά
και να ξαποστάσω στον ώμο τον κρατερό.
Να στροβιλίσω έναν άνεμο νοτιά,
έναν από τους πολεμιστές του αιθέρα
έναν ευγενικό ψίθυρο
και να χαϊδέψω το δέρμα το απαλό

Να υποτάξω ένα ανυπόμονο σύννεφο,
έναν δούλο του ουρανού,
ένα χλωμό καράβι
και να ακολουθήσω τα βήματα τα γοργά.

 

 

Ραντεβού I

Φυσάει…
τεντώνω τα αυτιά μου να ακούσω τα κλειδιά
αέρας κρύος
τρομάζει τις χαραμάδες από τα παραθυρόφυλλα
ψελλίζει έναν ήχο ζεστό
που γλυκά τρομάζει τη νύχτα
είναι που δεν σε αισθάνομαι
και προσπαθώ να σε μυρίσω
να γίνω λαγωνικό αγάπης
Ήρθες… ευτυχώς ήρθες τώρα

Βγάλε τα ρούχα σου
να μείνουμε εμείς, γυμνοί, αγνοί
να αγκαλιαστούμε, να αναπαρθενευτούμε

Να μείνουμε έτσι ώσπου…
ώσπου τα κορμιά μας να φαντάζουν ένα κορμί
Να γίνουμε άγαλμα, πίνακας, ποίημα
έρωτας, ελευθερία, αθανασία
σήριαλ, θρίλερ, σαπουνόπερα

Δίχως χρόνο, δίχως χώρο, δίχως φθορά…
Μην αργείς αγάπη μου!
Μην αργείς!

Στις δώδεκα κλείνει το μετρό
και καθώς χάνω το φουσκωτό μου φουρό
στις στάχτες του μισογύνη ανδρισμού μου βουλιάζω
για να βαφτιστώ «εις το όνομα» εκείνου
που καταχράστηκε το γοβάκι της αθωότητάς μου

 

 

ΚΙΡΚΗ

 

a
Κίρκη
που σε φυλάκισε με τα μάγια της
με τα αιώνια κάλλη της
… μα εσύ τον νου σου έχεις στο
Δεν είμαι εγώ η Ιθάκη σου
μουρμουρίζεις κάθε βράδυ
Και ’γω προκειμένου να πλαγιάσω δίπλα σου
κάνω πως δεν ακούω
εθελοτυφλώ και χάνομαι
χάνομαι και παραδίνομαι
Μάγισσα
δεμένη στο κατάρτι του ονείρου μου
πήρα τη θέση σου την ηγεμονική
γέμισα τα αυτιά μου με βουλοκέρι
έσφιξα τα μάτια μου με ξάρτια σκισμένων πόθων
για να μην ακούω τις Σειρήνες της αλήθειας σου, αλλάζω πλευρό
πόσα γητέματα να σκαρφιστώ, πόσες νοθείες να καμώσω;

 

b

Φοβάμαι τη μέρα εκείνη
που ο ήλιος θα ζητήσει την επιστροφή σου
Φοβάμαι εκείνη τη μέρα
που η σχεδία σου θα επιπλέει και εσύ χαρούμενος
δεν θα γυρίσεις βλέμμα να ρίξεις οπίσω
Πετάγομαι στον ύπνο μου ξανά, σε πίνω
στην τρίτη γουλιά ναρκώνομαι
κουρνιάζω δίπλα σου
Στο όνειρό μου κλαίω για το άδειο μου κρεβάτι
και στην αλήθεια άδειο είναι
μα ακουμπώ έστω το σώμα που φυλάκισα
Μπορώ να σε διώξω
να γεμίσω τα πανιά σου με σκόνης αέρα μαγικής
να σε ξεπροβοδίσω

 

C

Δεν έχω το θάρρος
θα βαφτιζόταν θράσος
Μπερδεύομαι και δένομαι στις λανθασμένες μου έννοιες
Τα δάκρυά μου όξινα καίνε και λύνουν τα δεσμά
μου ματώνουν τα χέρια, με γεμίζουν στίγματα
με κάνουν Αγία μέσα στις αμαρτίες μου
Πιο θνητή και από τα λάθη αισθάνομαι
δεν μπορώ να κρατήσω τον λόγο μου
Γιατί στο είπα ένα βράδυ λίγο πριν λύσω τα μαλλιά μου
Σου υποσχέθηκα πως θα σε λευτέρωνα

 

d

Κοιτάζω τα χέρια μου…
…το κρεβάτι…
…ξανά τα χέρια μου…
μα δεν τολμώ
Το αμελώ και με παραμελώ
Με τιμωρώ
Παρακαλάνε οι μάγισσες, πονάνε, ξευτιλίζονται για έρωτα;
Αν όχι τότε σίγουρα μάγισσα δεν είμαι πείτε του Ολύμπου
Αν ναι τότε γιατί λέγονται μάγισσες;
Και γιατί τότε Ποσειδώνα
που τα φονικά κύματα κάνεις να μοιάζουν ευχές
δεν μπορώ τούτο το ξερονήσι να ονομάσω Ιθάκη
και μένα Πηνελόπη να ντύσω
να πειστεί
να ξεγελαστεί να μείνει;
………………………………………………………………………………………………………….

e

Χαμογελώ στον ύπνο μου
με κάνω Μόνα Λίζα
με κρεμώ πάνω από το σβηστό μου τζάκι
στο άδειο το καταραμένο μου παλάτι
Συνωμοτώ και ντρέπομαι
………………………………………………………………

f
Μήπως τον Όμηρο τον τρανό να παρακάμψω;
άλλωστε πολλές φορές άκουσα
πως δικές του δεν λογίζονται οι αράδες τούτες
Μήπως να ξεστοιχειωθώ
και στίχους δικούς μου ιαμβικούς να υφάνω;
Να φτιάξω από νερό και χώμα έναν πόθο
να τον φυσήξω απαλά με μάτια κλειστά
να τον βαφτίσω σε καταρράκτη θυμωμένο
και αφού σε κοχύλι ιερό τον κλείσω
να σου τον φορέσω στον λαιμό
και να μείνουμε εδώ, εκεί, παντού, όπου, τώρα, πάντα
σαν μύθος, σαν επιμύθιο αγάπης
που δραπέτευσε από τη μοίρα του
από τη μοίρα των θνητών
και μίζερων προκαθορισμένων ορίων

,
Και αν χρειαστεί γι αυτήν τη χάρη
την αθανασία μου να κάψω
για ένα μονάχα βράδυ ακόμα
φωτιά ας πάρω ζωντανή

 

g

Ταράζεσαι! Ανήσυχος μοιάζεις…
Εφιάλτες θα βλέπεις, σε παρακολουθώ
Ξυπνάς από τον ήχο του ποτισμένου με μορφίνη σεντονιού μου
Σε φιλώ και μου αφήνεσαι
—εσένα τουλάχιστον δεν σε παραμελώ—
Στ’ ορκίζομαι με δάκρυα αποκαμωμένα
Ας μ’ άκουγες που στο ουρλιάζω στα όνειρά σου
στα γλυκά σου όνειρα —άλλωστε—
αφού τους εφιάλτες σου τους καταχράστηκα
τους άρπαξα και τους φόρεσα μονομιάς
τους ζω πλέον ες αεί
Ας κοιμηθώ και ας ξυπνήσω πλάι σου
Αρκεί

 

 

ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΚΗ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ ΕΓΡΑΨΑΝ

 

Ανάσκελη με πυρετό

 

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

Αυγή(Αναγνώσεις)3/4/2016

Ανάσκελη, περιμένοντας ως ερωτικό αλλά και πάσχον σώμα , αλλά με πυρετό∙ ήτοι: σε κατάσταση ψυχικής έντασης ή έντονης διάχυσης ή ανάμνησης παθητικής. Δεν είναι μόνη η Νίκη Χαλκιαδάκη (γ. 1980) στο πεδίο της νεώτερης ποίησης, όπου το σώμα ως απείκασμα της ποίησης αρκετών νέων γυναικών έχει γίνει κιβωτός μνήμης, κοίτη χαμένων και κερδισμένων συναισθημάτων ή διάμεσο για τον σχηματισμό μιας ρευστής ταυτότητας που ζητάει να κρατηθεί από κάπου για ν’ αντέξει. Από συμβολικές μορφές, παραμυθένιες και τερατικές, ή από μυθικές μορφές που ανταποκρίνονται στο ποιητικό σύμπαν σε ανδρικές, γυναικείες ή ανδρόγυνες περσόνες. Μαζί της, λίγο μεγαλύτερες ή συνομίληκες, η Άννα Αφεντούλίδου, η Γεωργία Τρούλη, η Δώρα Κασκάλη, η Ευτυχία Παναγιώτου. Στο Ανάσκελη με πυρετό φαίνεται από την αρχή ότι υπήρξε μια εγγενής δυσκολία μετάβασης από την παιδική ηλικία στην εφηβεία∙ ο διακαής πόθος της επιστροφής, έτσι ώστε να ξαναγίνουν όλα όπως ήταν, σε μια κατάσταση πρωτογενούς αθωότητας και άγνοιας/ασφάλειας, δείχνει ότι η ενηλικίωση δεν ήταν για την πολυπρόσωπη (κορίτσι, έφηβη, γυναίκα, ίσως μητέρα) παρουσία της Χαλκιαδάκη ένα απλό πράγμα.

Ο πατρικός θάνατος, η απουσία του συμβόλου της ευστάθειας, δεν έστειλαν μόνο τα πράγματα πίσω από πλευράς ψυχικής, ανέστειλαν επίσης την οικείωση του φύλου, την αλλαγή του σώματος, την ενήβωση, την ενοχική ψαύση των ερωτογόνων πηγών, και την ταύτιση όχι με τον πατέρα μοιραία και τελειωτικά απόντα αλλά με το παρόν σώμα. Η μνήμη της απουσίας, μεγεθυμένη από την τραυματική στέρηση εκείνου, διατηρεί έτσι ανοιχτή την πληγή, μετεμψυχώνει τον απόντα στα πρόσωπα των εραστών και εμποδίσει την ενσωμάτωση στον ζωικό, δηλαδή στον σωματικό και παροντικό χρόνο. Το επιπρόσθετο όμως ενδιαφέρον στην ποίηση της Χαλκιαδάκη, όπως και των άλλων ποιητριών που αναφέραμε, βρίσκεται στο ότι όλες τους δεν σκοπεύουν στο ιδεοληπτικό γυναικείο, δεν κατασκευάζουν θηλυκά την ποιητική τους ταυτότητα: η ταυτότητά τους υπάρχει εν ταυτώ, είναι ως γραφή. Μάλιστα, είναι ως γλώσσα πρώτα πρώτα. Εδώ το θηλυκό, τραυματικό ή καταστροφικά θριαμβευτικό ως ποιητικό απείκασμά του, γίνεται πιο απτό μέσα από την γλωσσική του αμφισημία, τη θρυμματισμένη εικόνα του πάθους, τα σκοτεινά του αρχέγονα, σεξουαλικά σύμβολα. Όσο πιο σκοτεινά και μυστηριώδη, τόσο πιο αισθητό το νόημά του στα συμφραζόμενα του ποιητικού κειμένου.

 

 

ΜΑΙΡΗ ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ

ΝΤΟΥΕΝΤΕ 21/1/2013

«Πρωτότοκα επισφαλής παρατηρούσα τη μαμά
να φουσκώνει επικίνδυνα
Στην κοιλιά της, είπαν, είχε μπει ένα σποράκι
Πέντε μήνες μετά πέθαναν οι αγκαλιές
Τα παιχνίδια
Ο μπαμπάς

Από έξι χρονών έχω να φάω πασατέμπο».

Απλοποίηση

Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;

Θέλω να θυμάμαι. Όχι σε στάση πεταλούδας, σαφώς όχι και μπρούμυτα. Θέλω να θυμάμαι και να θωρώ, να θυμώνω και να θητεύω τον κόσμο ανάσκελα.

Μόνο έτσι θα μπορούσα να ξεκινήσω να γράφω για το βιβλίο της Νίκης Χαλκιαδάκη «Ανάσκελη με Πυρετό» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μανδραγόρα, στα τέλη του 2012.

Το εναρκτήριο ποίημα του βιβλίου, μπορεί κανείς να το συναντήσει στη σελίδα 31. Κατά την άποψή μου, ευλόγως τοποθετημένο εκεί. Ένα βιογραφικό -διόλου τυχαία- ανοιγμένο ανάσκελα σε αυτήν τη σελίδα. Η Απλοποίηση της Νίκης Χαλκιαδάκη, εισάγει τον αναγνώστη άπαξ και διαπαντός στο δικό της ανθρωπόμορφο, λεκτικό σύμπαν. Ο μπαμπάς, η μαμά και το σπόρι που μεγαλώνει στην κοιλιά. Ο πασατέμπος ξαφνικά εξεικονίζει μια μη γενόμενη ή ακόμα καλύτερα μια διαρκώς μετατιθέμενη αναμέτρηση. Τα χρόνια που περνάνε και η ενηλικίωση που συμβαίνει έξω από τη φυσική των πραγμάτων ροή (βίαια όπως και ο θάνατος) ή και πρίν από αυτήν. Σίγουρα δεν συμβαίνει στην αναμενόμενη ώρα.

Το βιβλίο της Χαλκιαδάκη, μοιάζει με ομολογία ενηλικίωσης. Από το ποδήλατο με τις τρεις ρόδες και το πρώτο ψέλλισμα «πι πι το παπί» μέχρι τη γυναίκα που ομολογεί πως υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρει πώς να ζήσει, η Χαλκιαδάκη επιλύει τον γρίφο της τραυματικής ενηλικίωσης -ενηλικίωσης-σφαγής- απλώνοντας στις σελίδες της Ανάσκελης μνήμες, απώλειες, προπατορικά αμαρτήματα και μια μήτρα ικανή να χωρέσει ξελευθερία και ενηλικίωση για όλους.

Κλείνω με δικά της λόγια, όπως δημοσιεύτηκαν σε προηγούμενο τεύχος του περιοδικού e-poema: «Ποιος θα τολμήσει να πει ότι έχει μετρήσει τη δική σου συγκίνηση;»

Η Χαλκιαδάκη ξέρει να το κάνει και έντιμα και πολύ καλά.

[Αν αυτό δεν εμπίπτει στις αναγκαιότητες της ποίησης, στα χρέη και τα ρέστα της τότε για τίποτα άλλο, εγώ προσωπικά, δεν είμαι σίγουρη].

«Πιστέψαμε ο ένας στον άλλον
Φυτέψαμε τα πόδια μας στην αυλή
και περιμέναμε να δούμε
ποιος
ποιος
ποιος θα κρατηθεί
Δεν άντεξες ούτε μισό αιώνα
Ψ’ήλωσα μόνη [και όπως όλοι
οι προδομένοι καρποί]
ανθίζω την Πρωταπριλιά».

 

 

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

VAKXIKON τ. 20

Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι αυτήν.

Πρώτο: Αποκτά σιγά σιγά την δική της αναγνωρίσιμη προσωπική γραφή.

Αυτό ξεκίνησε ήδη από την προηγούμενη ποιητική της συλλογή που είχε τίτλο Ο Έρωτας του Pied de Coque και αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται στην ποιητική συλλογή Ανάσκελη με πυρετό εκδόσεις Μανδραγόρα 2012, που παρουσιάζουμε σήμερα.

Δεύτερο: Γράφει μέσα από το ΣΩΜΑ, με το ΣΩΜΑ, για θέματα συγκλονιστικά που προκύπτουν από τα μύχια βάθη της ύπαρξής μας για την γέννηση, την παραμονή μας στην γή, για τον έρωτα που ανακουφίζει, γλύφει και καρατομεί, για την παιδική ηλικία, για το τέλος της αθωότητας, για τα αρχετυπικά παραμύθια που κλείνονται στο ψυχιατρείο, για τον θάνατο. Ακόμα και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής «Ανάσκελη με πυρετό» προϋποθέτει κορμί και μάλιστα γυναικείο. Ανάσκελη. Με δύο σκέλη. Δεν είναι άφυλη. Έχει γένος και μάλιστα θηλυκό. Απεκδύεται όμως όλα τα φρου φρου και αρώματα, τον ζαχαρωμένο συναισθηματισμό, το μελό που στερεοτυπικά και άδικα κάποιοι έχουν συνδέσει με τον όρο γυναικεία ποίηση. Η ποίησή της είναι κοφτερή, αιχμηρή, σκληρή, έξυπνη. Χωρίς να στοχεύει όμως στην εύκολη συγκίνηση, σε πιάνει από το λαιμό, νιώθεις έναν κόμπο και την κουβαλάς ακόμα μέσα σου και αφού έχεις κλείσει το βιβλίο.

ΘΗΛΥ

Το ξέραμε κάποια στιγμή πως θα συμβεί.
Το περιμέναμε.
Φάνηκε άλλωστε και στο υπερηχογράφημα
Το μωρό είχε δέκα δάχτυλα πάνω, δέκα δάχτυλα κάτω
και κλειτορίδα
Η Σελήνη κυλάει ανάμεσα στα πόδια μου.
Βάφει το λευκό μου βρακάκι.
Δύσκολος λεκές το αίμα.

Τρίτο: η ποίησή της έχει την έκπληξη, την ανατροπή, ο αναγνώστης καθόλου δεν ξέρει ποια λέξη θα διαδεχτεί την άλλη ή ποιος στίχος θα διαδεχτεί τον άλλο. Η γραφή της δεν θυμίζει εκείνης της κοπέλας του δεύτερου ορόφου με ένα χρυσόψαρο να φροντίζει, η γραφή της είναι αυτή ενός χρυσόψαρου που φροντίζει μια κοπέλα Με την ποίηση της Νίκης Χαλκιαδάκη δεν πλήττεις ποτέ. Σε κρατάει σε εγρήγορση από το πρώτο ποίημα μέχρι το τελευταίο γιατί υπάρχει συνέχεια δράση. Η ποιήτρια δεν θέλει να ξυπνήσει το λευκό πουκάμισο που κοιμάται δίπλα της, γεννάει τηγανητά αυγά, σήμερα χαρίζει το ένα της γόνατο, δεν θέλει να προδώσει την libido που φυλάει για χρόνια δύσκολα όπως η Τετάρτη και τα μεσημέρια με καύσωνα, ανεβαίνει στο κρεβάτι και γίνεται κατοικίδια ηδονή, τα μαξιλάρια ζευγαρώνουν μια τελευταία φορά, με φυτεμένα τα πόδια στην αυλή ψηλώνει μόνη και όπως όλοι οι προδομένοι καρποί ανθίζει την Πρωτομαγιά. Σ’ αυτή την ποιητική συλλογή συμβαίνουν περίπου τα πάντα. Ένα σκουλήκι με άρωμα μήλου αποπλανεί τα χαμομήλια, οι βελανιδιές αιμορραγούν, οι λύκοι βγάζουν κυνόδοντες. Παρόλα όμως τα υπερρεαλιστικά στοιχεία η ποίηση της παραμένει απόλυτα κατανοητή, καθαρη και διαυγής μια και αυτά τα στοιχεία είναι πλήρως ενσωματωμένα στην ροή των ποιημάτων. Ζωγραφίζει με την πένα της εικόνες ζωντανές τόσο που τις γεύεσαι τις ακους τις μυρίζεις τις νιώθεις πάνω στο δέρμα σου.

Τέταρτο: Η Νίκη Χαλκιαδάκη έχει ακόμα ένα μεγάλο προσόν. Δεν φοβάται να εκτεθεί και να εκθέσει. Να σαρκάσει και να αυτοσαρκαστεί. Να τσαλακώσει και να τσαλακωθεί. Άρα είναι ποιήτρια. Υπάρχει ένα νωπό τραύμα που ανασαίνει μέσα στην συλλογή, η Νίκη παίρνει τα δάχτυλά μας και τα βάζει επάνω του, μας αναγκάζει να το ψηλαφίσουμε, να το αγαπήσουμε σχεδόν, υπάρχει μία καρατομημένη παιδική ηλικία που δεν μεγαλώνει αλλά γράφει, που βρέχει το κρεβάτι της, βάζει το δάχτυλο στο στόμα της, κρύβεται κάτω από ένα μεγάλο κρεβάτι, ζηλεύει το αδελφάκι της, μία παιδική ηλικία που πρέπει να εξαγνιστεί, να εξιλεωθεί για να πάει η ποιήτρια παρακάτω. Όλοι όσοι γράφουμε γνωρίζουμε καλά την διαδικασία της γραφής. Πώς δηλαδή μπήγεις τον αιχμηρό κονδυλοφόρο στην αρχική σου πληγή, όλοι οι ποιητές εξάλλου έχουν μία αρχική πληγή, πώς λοιπόν ανατρέχεις σε αυτή την πληγή και με το αίμα της γράφεις. Αυτό κάνει λοιπόν και η Νίκη Χαλκιαδάκη και η γραφή είναι γι αυτήν ταυτόχρονα κάθαρση.

ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ

Πρωτότοκα επισφαλής παρατηρούσα τη μαμά
να φουσκώνει επικίνδυνα
Στην κοιλιά της είπαν είχε μπει ένα σποράκι
Πέντε μήνες μετά πέθαναν οι αγκαλιές
Τα παιχνίδια
Ο μπαμπάς

Από έξι χρονών έχω να φάω πασατέμπο.

Πέμπτο Υπάρχει σ’ αυτή την ποιητική συλλογή μία γοητευτική αντίθεση. Είναι αυτή η συνεχής εναλλαγή, αντίθεση αλλά και συνύπαρξη τρυφερότητας και βιαιότητας, ρομαντισμού και υπερρεαλισμού, αθωότητας και κυνισμού, παιδικότητας και αισθησιακής θηλυκότητας, το λεκιασμένο με αίμα άσπρο βρακάκι, το κοριτσάκι των τεσσάρων χωρίς κυνόδοντες/με άσπρο δέρμα/μνήμη από βούτυρο (από το ποίημα 1984) αλλά και η cat-woman που περιμένει ένα νεύμα για να ανέβει στο κρεβάτι και να γίνει ολόκληρη κατοικίδια ηδονή (από το ποίημα cat-woman).

Στο ποίημα Από το Βόλγα μέχρι τη Ματζουρία Η στέπα μας θέλει γυμνούς να γλείφει ο ένας την υγρασία του άλλου σε αντίθεση με το κοριτσάκι που παίζει σκοινάκι, γιο γιο και τσιγκολελέτα και ισορροπεί στα τακούνια της μαμάς από το ποίημα Αγόρια Ιππότες, Κορίτσια Μαύρες κότες. Ένα παιδί λοιπόν ορφανό όμως πληγωμένο, ένα παιδί γυναίκα όμως με όλη την γυναικεία φύση του απόλυτα ανοιχτή, ανάσκελη στις σελίδες της συλλογής.

Έκτο μία ποιητική συλλογή είναι όλα αυτά που αναφέραμε παραπάνω όμως και κάτι ακόμα. Που δεν διατυπώνεται, που δεν αριθμείται, που δεν εκφέρεται με λόγια. Είναι η μαγεία που διατρέχει τους στίχους, οι εικόνες που κουβαλάς αφού την διαβάσεις, η διάρκειά της μέσα σου. Αυτή η ποιητική συλλογή της Νίκης Χαλκιαδάκη καίει από πυρετό και αυτός ο πυρετός είναι μεταδοτικός. Διαβάστε την!

 

 

Ο Έρωτας του Pied de Coq

 

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

Αυτή η ποιητική συλλογή της Νίκης Χαλκιαδάκη είναι πρωτότυπη, ίσως γιατί το περιεχόμενο της δηλαδή τα ποιήματα συμπλέκεται απόλυτα με τις ασπρόμαυρες λήψεις που δίνουν ένα χαρακτήρα αγχωτικό και αδιέξοδο, όλα συντελούνται στο βιβλίο αυτό ανάμεσα σε μια εισπνοή και σε μια εκπνοή, στις αποχρώσεις του μαύρου και του γκρίζου, με γραμματοσειρές που γέρνουν, χορεύουν, παίζουν, ή απειλούν να εκτιναχτούν έξω από τα όρια των σελίδων, με τους τίτλους να εμφανίζονται απροσδόκητα πάνω, κάτω, δεξιά ή αριστερά, με τα γράμματα να αλλάζουν συνέχεια. Η ποιήτρια παίζει μαζί μας κρυφτό, μασάει μαστίχα κεράσι, δεν διστάζει να κάνει τούμπες με τις λέξεις και τους στίχους, χαρακτηριστικό είναι το ποίημα της συλλογής που ονομάζεται του «παλιμπαιδισμού» που απέναντι στην σοβαροφάνεια των υποτίθεται ενηλίκων, προτάσσει την παιδική φρεσκάδα και το παιχνίδι.
Όμως πως είναι ο έρωτας του pied de coq; Ένας έρωτας κατά τον οποίο ο άντρας και η γυναίκα ενώνονται, χωρίζουν, εναλλάσσονται σε ρόλους και ταυτόχρονα ταυτίζονται σε ένα ζευγάρι με μπλεγμένη ταυτότητα και φύλο
/ήμουν εσύ και εσύ ήσουν πάλι εσύ/ Είμαι μεγάλο κορίτσι/ όχι δεν είμαι μεγάλο κορίτσι/είμαι εσύ και εσύ δεν κλαις/ Εσύ είμαι άντρας, μου λείπεις.
Ή ένας έρωτας που αναπαράγει το ίδιο μοτίβο ξανά και ξανά σε μία ατέρμονη διαδοχή μέχρι την τελική συντριβή. Να είναι ο έρωτας μιας επαναλαμβανόμενης μνήμης, που μας τυραννάει αλύπητα, ή ένας έρωτας παρασιτικός που προτιμά τα υγρά εδάφη όπως στο πρώτο ποίημα της ποιητικής αυτής συλλογής που έχει τίτλο “αναρριχώμενο, απαγορευμένο”..
Ή τέλος μπορεί να είναι ένας έρωτας θυσία, όπως στο ποίημα «Στην σάρκα εκ σαρκός» που το δίπολο άντρας- γυναίκα με την θυσία- ένωση των σωμάτων που συντελείται σε έναν κρυφό ιδιωτικό ναό, αυτόν της ψυχής, ακυρώνει την ματαιότητα και έτσι εξασφαλίζεται η αθανασία και το ανθρώπινο γίνεται μεταφυσικό.
Λέει η ποιήτρια: Σμίγει η λαχτάρα/ γλείφει την άρμη/ τρυπά τον λωτό/και τον ρουφά/λευκή χοή περίσσεια, θυσία αναίμακτη στον βωμό του Πάνα.
Ο χοϊκός έρωτας σε άμεση επαφή με την φύση, διονυσιακός, ιερό μυστήριο, που μετατρέπεται στο βιβλίο σε Απολλώνιο με την απουσία του.
Στην ποιητική συλλογή αυτή η άφιξη ματαιώνεται συνεχώς
Ο Γκοντώ θεός δεν έρχεται. Η υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας ανθρώπου είναι έκδηλη και έντονη.
Πέρασε η ώρα και δεν ήρθες
Σε περίμενα…
Δεν φταις εσύ που σε περίμενα
Φταίω εγώ που δεν ήρθες
Δεν φταις εσύ που δεν ήρθες
Φταίω εγώ που σε περίμενα
Τέλος αυτό το βιβλίο έχει κάτι θεατρικό, υπάρχει μία συνεχής εναλλαγή ρόλων, ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα, στο παιδί και στην γυναίκα, στον Αδάμ και την Εύα, στην Κίρκη και στον Οδυσσέα, στον άντρα και στην γυναίκα. Στο ποίημα Κίρκη. Η Κίρκη θέλει να γίνει Πηνελόπη, παίρνει την θέση της στο πορτρέτο της αινιγματικής Μόνα Λίζα, παίρνει την θέση του Οδυσσέα στο κατάρτι και δεν θέλει να ακούσει τις σειρήνες της αλήθειάς του,
Η ποιήτρια Νίκη Χαλκιαδάκη με αυτήν την ποιητική της συλλογή μας προτρέπει να υπερβούμε τα όρια, να περπατήσουμε στην άκρη του ξυραφιού, να καούμε ολόκληροι και μέσα από αυτήν την πυρκαγιά να νιώσουμε ζωντανοί.
Μην τρέμεις! Για να γίνεις ο Έρωτας του pied de Coq/θα πρέπει το αίμα μου να μεταλάβεις, έτσι το θέλουν οι χρησμοί/

 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΖΑΡΩΤΗΣ

Μία καλαίσθητη και μικρόσχημη έκδοση που δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη σχεδόν καμία σελίδα ούτε καν το εξώφυλλό της.
Πρόκειται για μια μοντέρνα έκδοση όχι μόνο με άποψη εικαστική αλλά κάτι παραπάνω: συνδυάζει λόγο και εικόνα σε ενότητα αδιάσπαστη. Η έκδοση όχι απλά στολίζεται με καλλιτεχνικές φωτογραφίες αλλά το κάδε ποίημα αντιστοιχεί σε μία από αυτές και συνομιλούν μεταξύ τους. Το στήσιμο κάδε ποιήματος στις σελίδες του βιβλίου και ακόμη κι ο τίτλος του έγινε καλλιτεχνική πρόκληση για τους συντελεστές της έκδοσης. Οι άνθρωποι που
δουλέψαν αυτή την έκδοση δεν διστάζουν να παντρεύουν την ποίηση με ό,τι πιο σύγχρονο (για τα εγχώρια δεδομένα τουλάχιστον) έχει να επιδείξει η φωτογραφική και εκδοτική τέχνη.
Θα υπέθετε κανείς με βάση τα παραπάνω ότι τα ποιήματα θα
είναι οπωσδήποτε «μοντέρνα» και δα υποκύπτουν σε όλες τις ενοχλητικές ευκολίες του ελεύθερου στίχου. Και όμως: η ποιήτρια Χαλκιαδάκη γνωρίζει να χειρίζεται τις στιχουργικές και μετρικές φόρμες, ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να διακρίνει τις περισσότερες φορές στροφικά συστήματα [όπως π.χ. στον Ξέρξη (sic)] και δεν μπορεί να μη σημειωθεί ότι ο επίσης ευδιάκριτος ρυθμός, καλοδουλεμένος με τις εύστοχες τομές του, ενθαρρύνουν τη μεγαλόφωνη ανάγνωση. Σαφώς η ποιήτρια δεν αποκηρύσσει τον ελεύθερο στίχο μα η φιλολογική της σκευή της επιτρέπει να τον χρησιμοποιεί όσο
Θέλει κι όχι όσο θα της επέβαλλε η έλλειψη ρυθμού.
Τα θέματα που ντύνει μετρικά η Χαλκιαδάκη παραλλάσσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι μας με το β’ πρόσωπό
και έχουν να κάνουν με το ποιον αντικρίζουμε κάθε φορά απέναντί μας και πώς τον αντιμετωπίζουμε, είτε πρόκειται για το ερώμενο πρόσωπο, για τον εαυτό μας ή τις ανασφάλειες και τις εμμονές μας.

Συντάκτης: Ανδρέας Καρακόκκινος

Ταξίδια στη ποίηση

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.